- χασματίας
- ο, ΝΜΑείδος δυνατού σεισμού που προξενεί ρωγμές στο έδαφοςμσν.φρ. «δράκοντες χασματίαι» — δράκοι με μεγάλα και πολύ ανοιχτά στόματα (Κ Μανασσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χάσμα, -ατος + επίθημα -ίας (πρβλ. στιγματ-ίας, τραυματ-ίας)].
Dictionary of Greek. 2013.